Στην πιο σκονισμένη γωνιά του παλαιοπωλείου ήταν σχεδόν πεταμένοι δύο χαρταετοί. Οι ουρές τους είχαν μπερδευτεί μεταξύ τους και αποτελούσαν την καλύτερη φωλιά για όλους τους απρόσκλητους επισκέπτες του μικρού μαγαζιού. Έτσι όπως ήταν καθηλωμένοι στη γωνιά ένιωθαν φυλακισμένοι, αλλά δεν σταματούσαν ποτέ να ονειρεύονται. Τα βράδια συζητούσαν μαζί τους για το μακρινό τους ταξίδι που τους έφερε μέχρι το μικρό παλαιοπωλείο. Έλεγαν ο ένας στον άλλον ότι από τη μέρα που κατασκευάστηκαν ήθελαν να γίνουν πραγματικά αετοί, να απελευθερωθούν από τα δεσμά των σχοινιών και να πετούν ελεύθεροι στον ουρανό. Οι εφημερίδες από την ουρά τους να εξελιχθούν σε πραγματικά φτερά, τα ζύγια να γίνουν μεγάλα, λαμπερά φτερά και να πάρουν την μορφή που είχε το σχέδιό τους. Μόνο οι άλλοι ήξεραν ότι ήταν σχεδόν πανομοιότυποι. Μόνο το χρώμα τους ήταν διαφορετικό…
Περιμένοντας τα δύο εγγόνια του από τα ξένα για τις Απόκριες και την Καθαρά Δευτέρα, ήθελε να τα μυήσει στα έθιμα της πατρίδας τους και να θυμηθεί τα δικά του νιάτα στο χωριό. Τότε τους χαρταετούς τους έκανε μόνος του, αφού πρώτα είχε μάθει τα μυστικά της κατασκευής τους από τον δικό του πατέρα. Βγήκε στην αγορά για να προμηθευτεί τα υλικά της κατασκευής. Μετά από μία σύντομη αναζήτηση, πολλοί καταστηματάρχες τον έστειλαν στο μικρό παλαιοπωλείο που είχε όλα τα απαραίτητα. Όσο περίμενε τον παλαιοπώλη να του δώσει τα λεπτά χαρτόνια, τα σχοινιά και τις κόλλες, το βλέμμα του έπεσε ξαφνικά στην σκονισμένη γωνιά, λες και οι χαρταετοί τον φώναξαν, τον κάλεσαν να τους δει…
Πλησίασε πιο κοντά και όταν τους πρόσεξε καλύτερα, ήξερε τι θα γίνει. Γνωρίζοντας καλά από χαρταετούς, είδε την καλή τους κατασκευή, το πάθος τους για πτήσεις μεγάλες και δοξασμένες και τη δίψα για νέα ταξίδια, στο βλέμμα τους στο κέντρο του σχήματός τους. Οι πληγές στα κορμιά τους ήταν σημαντικές, αλλά θα μπορούσε να τις διορθώσει, θα έφτιαχνε νέα ουρά, θα ισορροπούσε τα γκέμια και θα ήταν έτοιμοι…
«Θέλω αυτούς τους δύο», είπε στον παλαιοπώλη που ξαφνιάστηκε. «Ξέρετε από χαρταετούς ε;», του απάντησε και συνέχισε: «είναι δύο από τα αγαπημένα μου κομμάτια στο μαγαζί. Ήταν εδώ από τότε που το μαγαζί το κρατούσε ο πατέρας μου. Τους θυμάμαι εκεί από παιδί. Όσες αλλαγές έκανα εδώ μέσα, αυτούς τους άφησα στο ίδιο σημείο. Ο πατέρας μου, μου έλεγε ότι είναι θαυματουργοί, ότι κάποτε ήταν πραγματικοί αετοί. Μου απαγόρευε να τους πλησιάζω, γιατί ψάχνουν την ευκαιρία να λυθούν από τα χάρτινα μάγια τους, να επιστρέψουν στη φύση τους και να φύγουν από εδώ πετώντας, δείχνοντας επιδεικτικά τα ράμφη τους, τα νύχια τους και τα φτερά τους…».
«Θα τους πάρω», είπε αποφασισμένος ο παππούς. Από τη στιγμή που έφτασε στο σπίτι, ξεκίνησε τις διορθώσεις. Θαυμάζοντας την κατασκευή τους, πρώτα τους ξεσκόνισε, στη συνέχεια τους γυάλισε, μετά διόρθωσε τα ζύγια και την ουρά. Οι χαρταετοί γελούσαν ο ένας στον άλλον ευχαριστημένοι. Φέτος ήταν η χρονιά τους, θα έφευγαν από τα χάρτινα μάγια τους. Όταν τελείωσε, τους άφησε στο μπαλκόνι ικανοποιημένος και αυτός. Έλαμπαν από καθαριότητα και χαρά, ο ένας κιτρινόμαυρος και ο άλλος ασπρόμαυρος. Περίμεναν την ώρα της πτήσης.
Ήξερε ότι τα εγγόνια μάλωναν σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο για τις ομάδες τους. Ο ένας ΑΕΚ, ο άλλος ΠΑΟΚ. Και οι δύο όμως, σταθεροί στις ρίζες τους… Όταν οι μικροί είδαν τους χαρταετούς ξετρελάθηκαν. Ήξεραν βεβαίως αμέσως ποιός ήταν ο δικός τους.
Στο τελευταίο βράδυ πριν από την ημέρα της επιστροφής στις πτήσεις, στο μπαλκόνι υπήρχε έντονη κινητικότητα. Οι δύο αετοί θυμήθηκαν τις ένδοξες μέρες τους, το μακρύ ταξίδι τους σε ουρανούς καθαρούς, την κατάκτηση των αιθέρων, αλλά και τις καταιγίδες που έβρεξαν τα φτερά τους, τους κεραυνούς που έκαψαν την ουρά τους, τις θύελλες που τις έκαναν έρμαια των συνθηκών. Τώρα, όμως, ήρθε η ώρα τους…
Σε αντίθεση με τους άλλους χαρταετούς, στάθηκαν αμέσως και επιβλητικά στον συννεφιασμένο ουρανό. Το βλέμμα τους ήταν κολλημένο πάνω, στην κορυφή του ουρανού. Με τη βοήθεια του παππού, τα παιδιά τους άφηναν και άλλο σχοινί αφού ήταν αδύνατο να τους κρατήσουν στα χαμηλά. Πολύ γρήγορα ξεπέρασαν και τους άλλους χαρταετούς που ήταν στα ψηλά από νωρίτερα, ξέφυγαν από τα ραμφίσματά τους και τους άφησαν κάτω τους… Αργά το απόγευμα, ήρθε η ώρα να γυρίσουν στο σπίτι. «Θα κόψουμε τα σχοινιά να συνεχίσουν το ταξίδι τους», είπαν τα δύο παιδιά και φυσικά ο παππούς δεν έφερε αντίρρηση, αφού από την πρώτη στιγμή είχε δει ότι οι χαρταετοί ήταν φτιαγμένοι για μεγάλες, ελεύθερες πτήσεις.
Την ίδια ώρα, στη σκονισμένη γωνιά του παλαιοπωλείου, οι απρόκλητοι επισκέπτες έψαχναν την φωλιά τους στις ουρές των δύο δικέφαλων χαρταετών. Από τη μία λυπήθηκαν που έχασαν την κρυψώνα τους, αλλά από την άλλη χάρηκαν γιατί επιτέλους οι δύο χαρταετοί βρήκαν την δική τους ελευθερία. Την επόμενη μέρα, ο παλαιοπώλης άκουγε στο ραδιόφωνο – αντίκα του μία πολύ περίεργη είδηση. «Δύο χαρταετοί πετούσαν αρχικά χωρίς κανένα σχοινί να τους κρατάει και σιγά σιγά μεταλλάσσονταν σε πραγματικούς αετούς. Οι εφημερίδες στην ουρά τους γίνονταν λαμπερά φτερά, τα ζύγια έγιναν επιβλητικά φτερά και τα χάρτινα σχέδιά τους πήραν μορφή». Γέλασε συγκινημένος, ήξερε ότι ήταν οι δύο δικοί του δικέφαλοι χαρταετοί και οι ιστορίες του πατέρα του ήταν αληθινές…