Μπασκέτες φυσικά και δεν είχαμε. Είχαμε όμως καλάθια. Από αυτά που οι γονείς μας μάζευαν τα αυγά (τα οποία μερικές φορές τα χρησιμοποιούσαμε για… μπάλες), είχαμε και τελάρα και καφάσια περίτεχνα, αυτά που πουλούσαν οι τσιγγάνοι τα καλοκαίρια. Σε όλα αυτά κόβαμε τον πάτο, τα βάζαμε στους τοίχους και παίζαμε αυτό το νέο άθλημα… Μεγαλώνοντας λίγο, μας δόθηκε και το προνόμιο του… ξενυχτιού την Πέμπτη για να βλέπουμε τα παιχνίδια του Άρη.
Όλα αυτά μέχρι το 1987. Εκείνο το καλοκαίρι, η αυλή του σχολείου έγινε… γήπεδο μπάσκετ. Σχεδόν όλοι ήμασταν θυμωμένοι. «Μα που θα παίζουμε τώρα μπάλα στα διαλείμματα;». Το χώμα και το γρασίδι στρώθηκαν με πίσσα, τα καλάθια για τα αυγά δεν καταστρέφονταν πια και όταν φεύγαμε από το γήπεδο του ποδοσφαίρου, πηγαίναμε για… μπάσκετ, γιατί εκεί είχε και προβολείς! Μεγαλεία…
Το γήπεδο ήταν έτοιμο στις αρχές Ιουνίου του 1987. Στις 16 Ιουνίου, το θυμάμαι ακόμα, μαζευτήκαμε για μπάσκετ από νωρίς το απόγευμα. Ο καύσωνας είχε μετατρέψει την πίσσα σε λάβα, αλλά η μανία μας για το μπάσκετ είχε ξεπεράσει την αγάπη μας για το ποδόσφαιρο. Στα μισά του παιχνιδιού, προσπαθώ να κρατηθώ ανεπιτυχώς στον αέρα, να κάνω ελιγμό μπροστά από μεγαλύτερους και ψηλότερους και με την μπάλα ακόμα στα χέρια μου, χωρίς καμία ισορροπία προσγειώνομαι στο πόδι ενός από αυτούς, παθαίνω το πρώτο μου διάστρεμμα και πέφτω σφαδάζοντας από τον πόνο, ο αγκώνας μου σέρνεται στην καυτή πίσσα, αλλά αυτό που με τρομάζει είναι το αίμα που βλέπω να κυλάει. Το κεφάλι μου έχει ανοίξει σαν τα αυγά που χρησιμοποιούσαμε για μπάλες στα ψάθινα καλάθια…
Λίγη ώρα αργότερα νιώθω τα ράμματα στο κεφάλι μου. Καθόλου ευχάριστη εμπειρία. Ο γιατρός ρωτάει πως το έπαθα, «πήγε να βάλει καλάθι όπως ο Γκάλης», εξηγεί ο πατέρας μου που προσπαθεί να με εμψυχώσει και από δίπλα η μητέρα μου να ψιθυρίζει «αμάν πια μ΄αυτόν τον Γκάλη».
Τα σημάδια από εκείνη τη μέρα, φυσικά, τα κουβαλάω για πάντα. Ένας «χάρτης» στο δεξί μου χέρι με τον αγκώνα μου να είναι το κέντρο της γης, από το σύρσιμο στην καυτή πίσσα, και μια ουλή ανάμεσα στα μαλλιά μου που τώρα πια παράσημοφορεί τη γοητευτική φαλάκρα μου.
Τα χρόνια πέρασαν… Το μπάσκετ δεν ήταν η πραγματική μου αγάπη, είναι ένα πάθος που εμφανίζεται κατά καιρούς, κυρίως λόγω κάποιων αθλητών. Το πάθος αυτό, μάλιστα, είναι καθαρά καλοκαιρινό. Ξυπνάει μόνο όταν παίζει η εθνική σε κάποιο μεγάλο τουρνουά. Τότε το χτύπημα στον αγκώνα μου με «τραβάει» και ξυπνάει το πάθος για την εθνική μπάσκετ.
Η αλήθεια είναι ότι φέτος αυτό το πάθος δεν ξύπνησε. Τουλάχιστον, όχι ακόμα. Σήμερα όμως… Σήμερα ήταν η μεγάλη στιγμή του Νίκου Γκάλη. Το μπάσκετ του ανταπέδωσε όλα όσα του χρωστούσε. Την πρώτη φορά τον είδα με άσπρο κουστούμι και παπιγιόν και τη «φωνή» στο κομπιούτερ στο μισό. Τη δεύτερη φορά που πάτησα το play στο βίντεο, τον είδα με την εμφάνιση του Άρη να νικά αντιπάλους και βαρύτητα, να σκοράρει ξανά και ξανά και ξανά.
Την τρίτη φορά που πάτησα το play τον είδα με τη φανέλα της εθνικής. Να σηκώνει στις πλάτες του ένα «ολόκληρο έθνος», να τα βάζει με όλους και να εμπνέει εμπιστοσύνη ότι όλα θα πάνε καλά.
Κάθε φορά που πατάω το play, βλέπω μπροστά μου έναν ακόμα αγώνα του 1987. Κάθε φορά ανεβάζω λίγο ακόμα τον ήχο και ανατριχιάζω ολόκληρος. Εκτός από τον πάντα παγωμένο αγκώνα μου και την ουλή στο κεφάλι μου.
Η ώρα περνάει, η ζέστη έχει επιστρέψει στην Αθήνα και από τα ανοιχτά παράθυρα μπερδεύονται οι ήχοι. Τώρα «ΕΙΜΑΙ» στον τελικό του 1987 και έχω τη φωνή στο φουλ. Χωρίς να καταλάβω εάν είναι της γιαγιάς από το διπλανό διαμέρισμα, της όμορφης καθηγήτριας από το απέναντι ή της περιπτερούς από τη γωνία, ακούω μία γυναικεία αγανακτισμένη φωνή: «αμάν πια μ’ αυτόν τον Γκάλη». Και ανατριχιάζω ακόμα περισσότερο. Για πρώτη φορά μάλιστα, νιώθω ρίγος στον «χάρτη» του δεξιού μου χεριού και στα ράμματα του κεφαλιού μου. Παράσημα που κουβαλάω από τη στιγμή που πήγα και εγώ να αγγίξω τον Θεό, να μοιάσω στον Νίκο Γκάλη.