Το νούμερο «7» για την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ είναι ό,τι το «10» για την εθνική Βραζιλίας και την εθνική Αργεντινής, το «14» για την Ολλανδία, το «3» για τη Μίλαν και πάει λέγοντας, με τα παραδείγματα να είναι πάρα πολλά, είτε στην ίδια είτε σε μικρότερη κλίμακα. Νούμερα «βαριά» και πολύ μεγαλύτερα από τη μαθηματική τους αξία. Νούμερα που αποτελούν πολύ μεγάλο βάρος για τους κατόχους τους και βαραίνουν τις πλάτες και τα πόδια αυτών που επιλέγονται να τα κουβαλήσουν στις πλάτες τους. Είναι σχεδόν «μυθικά», συμβολικά και όποιος το φοράει, συγκρίνεται αμέσως με τους προκατόχους του, η αύρα των οποίων θα είναι πάντα κάπου εκεί για να θυμίζει τι έχουν κάνει και του έχουν δώσει αυτές τις μυθικές διαστάσεις.
Σε αντίθεση με πολλές ομάδες του κόσμου, που ο καλύτερος (ή ο πιο δημοφιλής και λαμπερός) παίκτης θεωρείται αυτός με το «10» ή αυτός με το «9», στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, το νούμερο «7» επισκιάζει όλους τους άλλους. Εδώ, όμως, τα κριτήρια δεν είναι μόνο αθλητικά και ποδοσφαιρικά. Το «7» της Γιουνάιτεντ, αποτελεί και την κύρια εμπορική εικόνα της ομάδας. Τον σταρ του συλλόγου μέσα κι έξω από τα γήπεδα. Τον παίκτη που τα καταφέρνει το ίδιο καλά και στα γήπεδα του life style, όπως πρώτος και ίσως καλύτερος από όλους δίδαξε ο τεράστιος Τζορτζ Μπεστ…
Η αρχή έγινε στα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν ο Τζορτζ Μπεστ μεγαλουργούσε στα αγγλικά και ευρωπαϊκά γήπεδα. Ο Μπεστ ήταν από τους πρώτους ροκ σταρ των γηπέδων, χαρακτηρίστηκε άλλωστε και… πέμπτος των Μπιτλς και με το «7» της Γιουνάιτεντ προσέφερε απίστευτες ποδοσφαιρικές απολαύσεις. Μόνο που βιάστηκε πολύ για τις άλλες απολαύσεις της ζωής και δυστυχώς τις κυνήγησε στον μέγιστο βαθμό. Η καριέρα του σταμάτησε πολύ πρόωρα, αλλά εκτός όλων των άλλων είχε δημιουργήσει τον μύθο του «7» για τη Γιουνάιτεντ. Ο Μπεστ αγωνίστηκε στη Γιουνάιτεντ και με το «8» και με το «11», αλλά συνδέθηκε με το «7», αφού θεωρείται η έναρξη των μυθικών διαστάσεων και η διαφορετικότητα του αριθμού στη Γιουνάιτεντ.
Στη συνέχεια, η σκυτάλη πέρασε μετά τους Μπλάκμορ και Λι Σαρπ στον Μπράιαν Ρόμπσον, ο οποίος το θεωρούσε… γούρι κόντρα στους τραυματισμούς. Ο Ρόμπσον τίμησε και αυτός το νούμερο, διατήρησε τις διαστάσεις που έπρεπε, αφού για περίπου 10 χρόνια ήταν ένας από τους εμβληματικούς παίκτες της ομάδας.
Η άφιξη του Ερίκ Καντονά γιγαντώνει το «7» και το φτάνει σε δυσθεώρητα ύψη. Μετά από κάποιες εμφανίσεις με το «10» και το «11», ο Γάλλος σούπερ σταρ επιλέγει το «7» και η ιστορία συνεχίζεται. Ο «Βασιλιάς Ερίκ» προσδίδει στο νούμερο ποδοσφαιρική μαγεία, λάμψη, ανωτερότητα, αλαζονεία, εγωισμό, εξάρσεις, βάζει στο παιχνίδι ξανά το απρόβλεπτο και τραβάει τις κάμερες σαν μαγνήτης.
Η συνέχεια θα είναι ακόμα πιο εντυπωσιακή. Η αποχώρησή του σημαδεύτηκε με την άφιξη του Σέρινγχαμ, ο οποίος παίρνει το «10» από τον Μπέκαμ και ο νεαρός Άγγλος παίρνει ως δώρο από τον Σερ Άλεξ το «νούμερο του Καντονά»! Το spice boy της Γιουνάιτεντ δοξάζει το «7» στα γήπεδα, αλλά το κάνει γνωστό στις πασαρέλες, σε όλο το life style, στα κομμωτήρια, από την Αγγλία και σε όλο τον κόσμο. Η εμπορική εικόνα του αιρθμού εκτοξεύεται και ο Μπέκαμ είναι τόσο λαμπερός μέσα κι έξω από τα γήπεδα που εκτινάσσει όλη τη Γιουνάιτεντ. Μπορεί να μην ήταν ο καλύτερος πάικτης της χρυσής ομάδας του Φέργκιουσον, ήταν όμως αυτός που φορούσε το «7».
Όταν ο Μπέκαμ έφυγε για τη Μαδρίτη (εκεί πήρε το «23» του… Τζόρνταν, αφού στη Ρεάλ το «7» ήταν συνδεδεμένο με τον Ραούλ), η Γιουνάιτεντ έδωσε το εμβληματικό νούμερο σε έναν νεαρό Πορτογάλο, τον Κριστιάνο Ρονάλντο. Ο CR7 όχι μόνο συνέχισε τον μύθο, αλλά τον γιγιάντωσε και αυτός με τη σειρά του. Οι επιδόσεις του στο γήπεδο και η λάμψη του έξω από αυτό, ήταν ακριβώς όσα πρεσβεύει το «7» στη Γιουνάιτεντ.
Μετά από τον Κριστιάνο, τα πράγματα έγιναν λίγο δύσκολα. Ο πρώτος που κλήθηκε να κουβαλήσει το βάρος ήταν ο Μάικλ Όουεν, το άλλοτε παιδί – θαύμα της Λίβερπουλ. Χτυπημένος από τραυματισμούς, δεν κατάφερε να αφήσει το στίγμα του και στο «Ολντ Τράφορντ» θα τον θυμούνται μόνο για το γκολ στην εκπνοή κόντρα στη Σίτι!
Μετά από τον Όουεν ήταν η σειρά του Αντόνιο Βαλέντσια, ο οποίος αγωνιστικά είχε όλα τα στοιχεία, αλλά στο παράλληλο κομμάτι του lifestyle και της ηγεσίας δεν τα κατάφερε τόσο καλά.
Έτσι, επέστρεψε από μόνος του το «7» στην διάθεση του συλλόγου. Η άφιξη του Ντι Μαρία (η ακριβότερη μεταγραφή ως τότε στην Αγγλία) άφησε πολλές υποσχέσεις, αλλά ούτε και ο Αργεντινός έκανε κάτι σπουδαίο και έφυγε το επόμενο καλοκαίρι για την Παρί.
Ο τελευταίος που δοκίμασε τις αντοχές του, ήταν ο νεαρός Ολλανδός Μέμφις Ντεπάι. Ο Μέμφις είχε όλα τα στοιχεία, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να προσαρμοστεί (παρότι τον είχε πάρει στη Γιουνάιτεντ ο Λουίς Φαν Γκάαλ) και φέτος πήγε δανεικός στην Λιόν.
Το περασμένο καλοκαίρι, το «7» έμεινε κενό και αποτελούσε κάτι σαν το… επτασφράγιστον μυστικό της Γιουνάιτεντ. Θα έπαιρνε τον Γκριεζμάν; Θα επέστρεφε ο Κριστιάνο που ήταν δυσαρεστημένος με την… εφορία στην Ισπανία; Τίποτα από αυτά δεν έγινε και όπως όλα δείχνουν ο επόμενος που θα κληθεί να παίξει με αυτό, είναι ο Αλέξις Σάντσες, με τις προβλέψεις να είναι ιδιαίτερα θετικές, αφού κουβαλάει όλο το πακέτο.