Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ο Πελέ προέβλεπε ότι ως το 2000 θα αναδειχθεί πρωταθλήτρια κόσμου κάποια εθνική ομάδα από την Αφρική. Φτάνοντας αισίως στο Μουντιάλ του 2018, που αρχίζει σε λίγες ημέρες στα γήπεδα της Ρωσίας, η πρόβλεψη εκείνη του παλαίμαχου Βραζιλιάνου σουπερστάρ κρίνεται -επιεικώς- άστοχη.
Είκοσι οκτώ χρόνια μετά το θαύμα του Καμερούν, που έφτασε στα προημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Ιταλίας και «λύγισε» στην παράταση από την Αγγλία, καμία ομάδα της «Μαύρης Ηπείρου» δεν έχει καταφέρει να κάνει το βήμα παραπάνω. Η Σενεγάλη το 2002 και η Γκάνα το 2010 έφτασαν επίσης στην οκτάδα και έχασαν επίσης στις λεπτομέρειες, από ομάδες που δεν μπορούν να θεωρηθούν «μεγαθήρια» (Τουρκία και Ουρουγουάη αντίστοιχα).
«Οταν ανέλαβα την Ακτή Ελεφαντοστού, είπα στον Ντιντιέ Ντρογκμπά: “Εχουμε μερικούς φανταστικούς παίκτες και μπορούμε να φτάσουμε μακριά στο Παγκόσμιο Κύπελλο”. Μου απάντησε: “Οχι, δεν μπορούμε”». Ο Σβεν Γκόραν Ερικσον είναι ένας από τους πολλούς Ευρωπαίους προπονητές που κλήθηκαν να οδηγήσουν τις αφρικανικές ομάδες σε μία υπέρβαση. Πήρε μία εξαιρετικά ταλαντούχα ομάδα, με παίκτες που διέπρεπαν στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο λόγος; «Με μία λέξη, οργάνωση. Υπήρχε ολικό χάος όταν ανέλαβα», λέει στο BBC ο πολύπειρος Σουηδός τεχνικός, ο οποίος θυμάται χαρακτηριστικά ένα φιλικό στην Ελβετία, πριν το Μουντιάλ του 2010: «Πήγαμε στα αποδυτήρια και δεν υπήρχαν φανέλες και εμφανίσεις, μία ώρα κι ένα τέταρτο πριν τη σέντρα. Ρώτησα πού είναι ο φροντιστής και μου είπαν πως έρχεται … Ήρθε 45 λεπτά πριν τον αγώνα και άφησε στο πάτωμα δύο τεράστιες τσάντες. Οι παίκτες έψαχναν να βρουν εμφανίσεις που να τους κάνουν… Λίγο πριν την προθέρμανση ένας παίκτης ήρθε και μου είπε ότι δεν μπορεί να παίξει. Τον ρώτησα “είσαι τραυματίας;” και μου λέει “όχι, ο φροντιστής ξέχασε τα παπούτσια μου”!».
Με την επιτυχία του Καμερούν να είναι πρόσφατη, αρκετοί ειδικοί τη δεκαετία του 1990 πίστευαν πολύ στις δυνατότητες της Νιγηρίας. Οι «Υπεραετοί» κατέκτησαν το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς της Ατλάντα και το 1994 στο Μουντιάλ των ΗΠΑ πρώτευσαν στον όμιλο που συμμετείχε και η εθνική Ελλάδας, μπροστά από την Αργεντινή. «Εκείνη την περίοδο βρισκόμασταν στο κατώφλι. Φαινόταν ότι έρχεται η ώρα», επισημαίνει ο παλιός επιθετικός της Νιγηρίας, Πίτερ Οντεμβινγκί. «Σαφώς υπάρχει πλέον κάμψη», παραδέχεται ο ίδιος, που εκτιμά μάλιστα ότι οι χώρες της βόρειας Αφρικής βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα σε σχέση με την υποσαχάρια Αφρική, καθώς διαθέτουν πιο έξυπνους και ευέλικτους ποδοσφαιριστές.
Η παρουσία των αφρικανικών ομάδων στα Παγκόσμια Κύπελλα συχνά στιγματίζεται από αρνητικά εξωαγωνιστικά γεγονότα. Μόνο στη διοργάνωση του 2014, τρεις εκ των πέντε εκπροσώπων της «Μαύρης Ηπείρου», το Καμερούν, η Γκάνα και η Νιγηρία, αντιμετώπισαν τέτοιου είδους προβλήματα, που συνήθως εστιάζονται στην καταβολή των πριμ που έχουν τάξει στους παίκτες οι εθνικές ομοσπονδίες ή οι κυβερνήσεις των χωρών.
«Οι παίκτες που αγωνίζονται στην Ευρώπη έχουν συνηθίσει να πληρώνονται από τους συλλόγους στην ώρα τους, αλλά τα πράγματα μπορεί να να είναι διαφορετικά όταν παίζουν για την πατρίδα τους», δηλώνει στο BBC ο παλαίμαχος αμυντικός της Τυνησίας Ραντί Τζαϊντι, ο οποίος αγωνίστηκε στα Παγκόσμια Κύπελλα του 2002 και του 2006.
Ακόμη ένα χαρακτηριστικό, είναι η ευκολία με την οποία οι αφρικανικές ομοσπονδίες αλλάζουν προπονητές. Ο Τζαϊντι θυμάται χαρακτηριστικά την απόλυση του έμπειρου Γάλλου Ανρί Μισέλ, λίγο καιρό πριν την έναρξη του Μουντιάλ το 2002. «Τελικά δεν κερδίσαμε ούτε παιχνίδι στην Ιαπωνία», τονίζει ο άλλοτε ποδοσφαιριστής της Μπόλτον, της Μπέρμιγχαμ και της Σαουθάμπτον.
Εκτός από προπονητές, οι αφρικανικές ομάδες φέρνουν πλέον από την Ευρώπη και ποδοσφαιριστές, μετανάστες δεύτερης ή ακόμη και τρίτης γενιάς. Πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εθνική Μαρόκου που θα μετάσχει στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας. Από τους 23 παίκτες της αποστολής, μόλις οι έξι έχουν γεννηθεί στη χώρα, η οποία παράλληλα διεκδικεί την ανάληψη της διοργάνωσης του 2026.