Ο Τζιανλουίτζι Μπουφόν κλείνει σήμερα τα 40 του χρόνια και εκτός από τα αμέτρητα μηνύματα που θα δεχτεί στα κοινωνικά δίκτυα από φίλους, συμπαίκτες και αντιπάλους, φιλάθλους, οπαδούς και παράγοντες, παρέλαβε και ένα ακόμα μήνυμα. Λίγο πιο ιδιαίτερο και διακριτικό, μακριά από τα εκθαμβωτικά φώτα του διαδικτύου που μπορούν να προκαλέσουν μία κάποια τύφλωση, να αφαιρέσουν τη μαγεία των στιγμών…
Επιστρέφοντας στο σπίτι του μετά από το παιχνίδι με την Κιέβο, ο Τζιανλουίτζι Μπουφόν έβγαλε από την τσάντα τα αγαπημένα του γάντια που τα έπαιρνε πάντα μαζί του. «Χωρίς τα γάντια μου, νιώθω γυμνός», έλεγε πάντα σε όσους τον ρωτούσαν γιατί δεν τα αφήνει στους φροντιστές της ομάδας. Η μύτη του χαρτιού που φαινόταν στο αριστερό από αυτά, του κίνησε την περιέργεια. Το τράβηξε. Ήταν μία κάρτα. Κάρτα γενεθλίων. Αλλά από ποιόν και πως κατάφερε να τη βάλει στα γάντια του…
Άρχισε να διαβάζει…
«Πριν από δύο χρόνια μου είχες γράψει εσύ, τώρα είναι η σειρά μου». Μετά από το αρχικό σοκ που κράτησε λίγα δευτερόλεπτα, ο Μπουφόν κατάλαβε αμέσως και θυμήθηκε ακριβώς τι είχε γράψει σε εκείνο το γράμμα του που είχε κάνει το γύρο του κόσμου: «Ήμουν 12 ετών όταν σου γύρισα την πλάτη, αρνούμενος το παρελθόν μου για να σου εγγυηθώ ένα ασφαλές μέλλον.
Πήγα με την καρδιά μου.
Πήγα με το ένστικτό μου.
Αλλά η μέρα που σταμάτησα να σε κοιτάζω στο πρόσωπο, ήταν επίσης η μέρα που άρχισα να σε αγαπώ.
Να σε προστατεύω.
Να είμαι η πρώτη και η τελευταία γραμμή άμυνας.
Υπόσχομαι στον εαυτό μου οτι θα κάνω τα πάντα για να μη δω το πρόσωπό σου ξανά. Ή να το κάνω όσο το δυνατόν λιγότερο. Ηταν οδυνηρή κάθε φορά που το έκανα. Να γυρνάω και να συνειδητοποιώ ότι σε απογοήτευσα. Ξανά και ξανά.
Είμαστε πάντα αντίθετα αλλά πάντα αλληλοσυμπληρωνόμαστε, όπως ο ήλιος και το φεγγάρι. Αναγκασμένοι να ζούμε δίπλα δίπλα, χωρίς να είμαστε σε θέση να αγγιζόμαστε. Συμπαίκτες στη ζωή, μια ζωή που μας στερεί κάθε επαφή.
Περισσότερα από 25 χρόνια πριν, έδωσα τον όρκο μου: ορκίστηκα να σε προστατεύω. Να σε προσέχω. Να είμαι ασπίδα απέναντι στους εχθρούς σου. Σκέφτομαι πάντα την ευτυχία σου, βάζοντάς την πάνω και από τη δική μου.
Ημουν 12, όταν γύρισα την πλάτη στην εστία μου. Και θα συνεχίσω να το κάνω, όσο τα πόδια, το κεφάλι και η καρδιά μου το επιτρέπουν».
«Ήσουν 12 όταν μου γύρισες την πλάτη σου», συνέχισε να διαβάζει λίγο πιο ήρεμος πλέον ο Μπουφόν που μόλις είχε κάνει το πάρτι των 40ων γενεθλίων του: «πέρασαν 28 χρόνια από τότε και έχουν αλλάξει πολλά. Το μόνο που δεν έχει αλλάξει, είναι η σιγουριά που νιώθω όταν βλέπω την πλάτη σου και το όνομά σου πάνω από το 1. Αυτή την ασφάλεια δεν την έχω νιώσει από κανέναν. Αλλά δεν μου γύρισες την πλάτη μόνος σου, σε επέλεξα, όπως επέλεξα και αυτόν τον συνονόματό σου που όμως έχει πολλά να μάθει ακόμα και πρέπει να τον καθοδηγήσεις σωστά μέσα κι έξω από τα γήπεδα.
Όταν εκείνος ο κεραυνός χτύπησε τον φίλο σου που καθόταν μπροστά μου, ήξερα ότι θα έρθεις εσύ στη θέση του. Για να με γλιτώσεις από τους κεραυνούς που θα με απειλήσουν τα επόμενα χρόνια. Και δεν έπεσα έξω, με γλίτωσες από πολλούς κεραυνούς. Η αμοιβαία αγάπη μας ήταν κεραυνοβόλα και αυτό το συναίσθημα το νιώσαμε αμέσως και οι δύο. Η αλήθεια είναι ότι τότε είχα ακόμα κάποιες αμφιβολίες. Η χαρά, η ομορφιά του ποδοσφαίρου είναι το γκολ και κοντά μου θα ήσουν αναγκασμένος να στερείς αυτή την ομορφιά. Δεν θα πανηγύριζες ποτέ ένα γκολ όπως ο μελλοντικός σου φίλος, ο Αλεσάντρο, δεν θα ένιωθες ποτέ τη διπλή χαρά μίας μαγικής ασίστ, όπως ο αδερφός σου ο Αντρέα. Θα πανηγύριζες τα γκολ των άλλων μόνος σου. Απλώς κάποιες φορές θα γύριζες προς το μέρος μου, να μοιραστείς την έκσταση μαζί μου. Στις πίκρες του γκολ, θα νόμιζες επίσης ότι θα τις βίωνες μόνος σου. Τότε που με κατεβασμένο το κεφάλι, θα γυρνούσες προς εμένα να πάρεις την μπάλα που μας νίκησε. Τη σφαίρα που μας μάτωσε.
Ήξερα ότι σε καταδικάζω σε μοναξιά, αλλά για να σε κρατήσω κοντά μου, σου έταξα τα πάντα. Σου ζήτησα αφοσίωση, αλλά σου έταξα τα πάντα. Στις ατελείωτες στιγμές που μας πολιορκούσαν, σφυρηλατήθηκες μπροστά μου και έγινες πιο σκληρός από τα δοκάρια μου. Παράλληλα, όμως, πιο πολύτιμος και λαμπερός από τα φημισμένα μάρμαρα της πόλης που μεγάλωσες. Γιατί τέτοιος έγινες κοντά μου. Εκτός από παιχνίδια και τρόπαια, κέρδισες κάτι ακόμα πιο σημαντικό. Τον θαυμασμό, την εκτίμηση, την αναγνώριση και την αποθέωση από όλο τον κόσμο του ποδοσφαίρου.
Τη βραδιά που τα δάκρυά σου πότισαν το χορτάρι του «Σαν Σίρο» έκλαιγα μαζί σου. Όλος ο κόσμος υποκλίθηκε ακόμα και στα δάκρυά σου. Η μοναξιά κάνει τους ανθρώπους σκληρούς, αλλά και ευαίσθητους. Όλα αυτά τα ήξερα και για να σε κρατήσω, σου έταξα τα πάντα.
Εσύ κράτησες τον όρκο σου, αλλά εγώ νιώθω ότι σε πρόδωσα. Για να σε κρατήσω κοντά μου, σου έταξα τα πάντα. Τα περισσότερα σου τα έδωσα. Αλλά είναι και κάτι που λείπει και με κάνει να λυγίζω όπως εσύ, ο Σούπερμαν, μετά από το παιχνίδι με τη Σουηδία.
Πανηγύρισες Μουντιάλ, Πρωταθλήματα, Κύπελλα, ρεκόρ… Όλα αυτά σου τα είχα υποσχεθεί. Όπως και το Τσάμπιονς Λιγκ… Το άγγιξες τρεις φορές. Την πρώτη το πήρε ο Ντίντα, αλλά πόσο σπουδαιότερος είσαι από τον Βραζιλιάνο. Το δεύτερο το πήρε αυτός ο κοντός μάγος της Μπαρτσελόνα και το τελευταίο ο Πορτογάλος.
Σήμερα που γιορτάζεις, θα ήθελα να σου πω πόσο θέλω να συνεχίσω να βλέπω την πλάτη σου. Να μην βλέπω το πρόσωπό σου, γιατί αυτό θα σημαίνει ότι θα είσαι πληγωμένος και προσωρινά νικημένος. Θέλω επίσης να σου ευχηθώ να πανηγυρίσεις το Τσάμπιονς Λιγκ και τότε, με τη λήξη του ματς, να γυρίσεις στο μέρος μου, να μπλεχτείς στα δίχτυα μου και να κλάψεις ξανά, αυτή τη φορά από την υπέρτατη χαρά. Γιατί εάν δεν συμβεί αυτό, θα νιώθω πως κάτι λείπει. Θα νιώθω σου έταξα τα πάντα και σε πρόδωσα…
Η (ευλογημένη που σε είχε) εστία σου».